κατοικήσει

κατοικήσει
κατοίκησις
settling in
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατοικήσεϊ , κατοίκησις
settling in
fem dat sg (epic)
κατοίκησις
settling in
fem dat sg (attic ionic)
κατοικέω
settle in
aor subj act 3rd sg (epic)
κατοικέω
settle in
fut ind mid 2nd sg
κατοικέω
settle in
fut ind act 3rd sg
κατοικέω
settle in
aor subj act 3rd sg (epic)
κατοικέω
settle in
fut ind mid 2nd sg
κατοικέω
settle in
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατοικίζω — (ΑΜ κατοικίζω) 1. στέλνω κάποιον να κατοικήσει κάπου («γυναῑκας εἰς φῶς ἡλίου κατῴκισας», Ευρ.) 2. ιδρύω αποικία σε μια χώρα, αποικίζω («ἁπάσας δὲ τὰς νήσους κατῴκισαν», Ισοκρ.) μσν. 1. (ενεργ. και μέσ.) μένω, διαμένω, κατοικώ 2. στρατοπεδεύω αρχ …   Dictionary of Greek

  • Σχερία — Το νησί των Φαιάκων, όπου κατά τον Όμηρο, είχε εξοκείλει ο Οδυσσέας. Κατά την παράδοση, είχαν κατοικήσει σ’ αυτή Φαίακες με επικεφαλής τους το Ναυσίθοο, απόγονο του Ποσειδώνα, όταν εγκαταλείψανε την πατρίδα τους Υπερεία που μαστιζόταν από τις… …   Dictionary of Greek

  • άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… …   Dictionary of Greek

  • αντενοικίζω — ἀντενοικίζω (Μ), ἀντενοικίζομαι (Α) μσν. βάζω κάποιον να κατοικήσει εκεί που κατοικούσε άλλος αρχ. εγκαθίσταμαι σε νέα κατοικία …   Dictionary of Greek

  • δυσοίκητος — δυσοίκητος, ον (Α) εκείνος στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κατοικήσει …   Dictionary of Greek

  • εγκαταναίω — ἐγκαταναίω (Α) βάζω κάποιον να κατοικήσει κάπου …   Dictionary of Greek

  • εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… …   Dictionary of Greek

  • εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» …   Dictionary of Greek

  • καταναίω — (Α) 1. κάνω κάποιον να κατοικήσει, εγκαθιστώ («κατένασσε δ ὑπὸ χθονός», Ησίοδ.) 2. ιδρύω, εγκαθιδρύω («βωμὸν κατένασσε») 3. (μέσ. και παθ.) καταναίομαι αποικίζω («κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναίω… …   Dictionary of Greek

  • κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”